- έκτρωμα
- τό1) выкидыш; 2) недоносок; 3) выродок, урод; чудовище;
τί έκτρωμα! — какой урод!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τί έκτρωμα! — какой урод!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔκτρωμα — untimely birth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτρωμα — το (AM ἔκτρωμα) 1. έμβρυο που αποβλήθηκε με έκτρωση, εξάμβλωμα, απόριμμα 2. τέρας ασχήμιας, υπερβολικά άσχημο πράγμα 3. (μτφ. για ανθρώπους) αποκρουστικός, τερατώδης αρχ. πρόωρος τοκετός … Dictionary of Greek
έκτρωμα — το, ατος 1. το έμβρυο που γεννήθηκε με έκτρωση, το απόριγμα. 2. μτφ., τέρας ασχήμιας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκτρωμάτων — ἔκτρωμα untimely birth neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτρώμασιν — ἔκτρωμα untimely birth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτρώματα — ἔκτρωμα untimely birth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτρώματι — ἔκτρωμα untimely birth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτρώματος — ἔκτρωμα untimely birth neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτρωματικός — ή, ό (Μ ἐκτρωματικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκτρωμα ή στην έκτρωση, που μοιάζει με έκτρωμα 2. αυτός που προκαλεί αποκρουστική εντύπωση, ο τερατώδης μσν. ο πρόωρα γεννημένος … Dictionary of Greek
εκτρωματικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο έκτρωμα ή την έκτρωση (βλ. λ.), που μοιάζει με έκτρωμα. 2. μτφ., τερατώδης, αποκρουστικός: Εκτρωματικό πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-вергнуть — в отвергнуть, отвергать, извергать, укр. веречи, вергу, вергнути, др. русск. вьргнути бросить , ст. слав. врьгѫ, врѣшти βάλλειν (Супр.), болг. връгам, сербохорв. вр̏ħи, вр̏гне̑м, словен. vreči, чеш. vrhati, слвц. vrhat , польск. wiergnąc… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера